Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποτὲ μέν

См. также в других словарях:

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • овогда — (139) нар. Иногда; в другой раз: ѡви ѡвогда постригаѥми и събирающес˫а на времена. (ἄλλοτε) ЖФСт к. XII, 76; ѥлико бо кто ѥмѹ да˫аше взимаше. ѡвъгда •к҃• чатъ на д҃нь възимаше. ПрЛ 1282, 51а; овогда ѹбо смѣрениѥ показающе ˫ако дѣти. ПНЧ 1296, 32… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επινίπτω — ἐπινίπτω (AM) [νίπτω] ρίχνω σαν σταγόνες βροχής («τροφήν αύτοῑς... ὤμβρησεν οὐρανός, ποτὲ μὲν μάννα, ποτὲ δὲ ὀρτυγομήτραν ἐπινίψας» ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • πλωτεύω — Α [πλωτός] 1. πλέω 2. παθ. πλωτεύομαι 3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον») …   Dictionary of Greek

  • πολυτοιούτος — αύτη, οῡτον, Μ αυτός που είναι πολλές φορές τέτοιος που είναι («τρίαινα ποτὲ μὲν ἡ τριγλώχιν, ποτὲ δὲ ἡ πολυτοιαύτη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τοιοῦτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»